Friday, November 23, 2007

17 Νοέμβρη: μάχη, αναμέτρηση, όχι μνημόσυνο...

ΧΡΟΝΟ-λόγος, τεύχος δωδέκατο, και αντί για πανηγυριώτικα κλάματα, μια γραφή για μιαν αναμέτρηση με τη μούχλα της πολιτικής διαχείρισης...


17 Νοέμβρη, κάπου στη δεκαετία του 1970…

Τη μέρα αυτή που διάλεξα
εδώ μπροστά σας να σταθώ
τραγούδια και μισόλογα
στο φως να καταθέσω
Πώς πήρα τέτοια απόφαση
δεν ξέρω αν θ' αντέξω
η μέρα αυτή θυμίζει μακελειό

Νοέμβρης ήταν η χρονιά
κι εδώ γινόταν του χαμού
εγώ ήμουν δεκαεννιά
κι αυτή εβδομήντα τρία
Και να που ερωτεύτηκα
κάποια χρονολογία
κι ο έρωτας κρατάει για καιρό

Μα έχει ο καιρός γυρίσματα
μεγάλωσε κι αυτή κι εγώ
μεγάλωσαν κι οι φίλοι μου
εκεί γύρω στα σαράντα
Στα κόμματα γαντζώθηκαν
κι εγώ δεν ξέρω τι να πω
και άλλοι στο σπιτάκι τους για πάντα

Η απόσταση μας έσωσε
μα οι θύμησες πληγώνουν
και λέμε σαν βρισκόμαστε
τα ίδια και τα ίδια
Μα νιώθω σαν μικρό παιδί
που πάλι το μαλώσανε
και φεύγω σε μια άγονη επαρχία

Κοιτάζω πάλι πίσω μου
δυο γιους απόκτησα κι εγώ
δεκαεφτά Νοέμβρηδες
μου βάρυναν την πλάτη
Σημαίες και γαρύφαλλα
εμπόριο κι απάτη
και λόγοι επισήμων στο κενό

Κρατάω το στόμα μου κλειστό
τα χείλη μου ματώσανε
κι αυτοί που μας προδώσανε
ανέραστοι να μείνουν
«Κουφάλες, δεν ξοφλήσαμε!»
αυτό έχω μόνο να τους πω
τα όνειρα των εραστών δε σβήνουν

(Νοέμβριος 1990, Στίχοι του Διονύση Τσακνή)

Μετά από το εκτενέστατο και αρκετά «δύσκολο» σημείωμα της περασμένης εβδομάδας, αυτή τη φορά θα είμαι, όσο το δυνατόν περισσότερο, σαφής και κατανοητός. Το ξαναδιάβασα μεσοβδόμαδα και βρήκα ότι είχε κάποιες αδυναμίες. Θα προσπαθήσω για καλύτερες επιδόσεις στο εξής.
Πριν από το σημερινό κυρίως θέμα μας, όμως, θα χρειαστεί να γίνει μια αναγκαία προσθήκη στο προηγούμενο κείμενό μου, καθώς και μια «προγραμματική» διευκρίνιση για τα σημειώματα που θα δημοσιευτούν τις εβδομάδες που έρχονται .
Πρώτα η προσθήκη. Από κάποιο «κόλλημα» (ή κώλυμα;) στη λειτουργία των δικτύων μεταφοράς δεδομένων από τον έναν υπολογιστή στον άλλο, χάθηκαν στο «δρόμο» δύο φράσεις, οι ακροτελεύτιες. Θα τις συμπληρώσω σήμερα, με την παράκληση να ξαναδιαβαστεί το «κουτσουρεμένο» κείμενο, αυτή τη φορά ολοκληρωμένο.
Έκλεινα την περασμένη εβδομάδα το σημείωμά μου με τη φράση «Κι η ελληνική οικογένεια πορεύεται, προστατεύοντας τα παιδιά της…». Για να αποδοθεί ακριβώς αυτό που είχα την πρόθεση να πω, αυτή η φράση χρειάζεται να ακολουθηθεί από δύο άλλες, αμφότερες ερωτήσεις: «Αποτελεσματικά, ή με υστερία και χωρίς μέτρο; Κι από τι;»
Και αφού ξεκαθαρίστηκαν (;) τα περασμένα, ας προοικονομήσω τα μελλούμενα να γραφτούν.
Όπως όλοι (;) γνωρίζουμε, σήμερα Σάββατο (ή χθες, Κυριακή – εξαρτάται από το πότε διαβάζονται αυτές οι γραμμές) συμπληρώθηκαν 34 χρόνια από το βάναυσο αιματοκύλισμα της εξέγερσης του Νοέμβρη 1973. Της τολμηρής διαμαρτυρίας των φοιτητών, των μαθητών και των εργαζομένων που είχαν συγκεντρωθεί στο χώρο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Κανονικά, θα έπρεπε να γράψω κάτι σχετικό. Θα μπορούσα, και ίσως θα όφειλα, να περιγράψω κάποιες σχετικές πτυχές της τοπικής μας ιστορίας. Θα άξιζε, λ.χ. να ερευνήσω αν υπήρξαν ανάλογες αντιδράσεις στην πόλη και την περιοχή της Καβάλας, αν υπήρξαν Καβαλιώτες που συμμετείχαν στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μέσα και γύρω από το Πολυτεχνείο ή άλλα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Είμαι σε θέση (όχι, φυσικά, μόνον εγώ) να γνωρίζω ότι για όλα αυτά τα θέματα υπάρχει ερευνητικό «ψωμί» και υλικό για αφήγηση.
Όχι, όχι σήμερα. Ας μου επιτραπεί να αποφύγω, για άλλη μια φορά, τις επετειακές αναφορές: αυτό θέλω να κάνω όποτε οι μεγάλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας γίνονται αντικείμενο εορτασμών, τελετών και διαγγελμάτων. Δεν είναι απαξίωση, κάθε άλλο. Πολύ δε περισσότερο, δεν είναι «εξυπνάδα» ή σνομπάρισμα των «καθιερωμένων».
Απλώς, είναι η οφειλόμενη και επιβεβλημένη «ασέβεια του ιστορικού» απέναντι στα «παραδεδεγμένα». Αυτή που αναζητούσε και απαιτούσε ο Γάλλος ιστορικός Ζιλ Μισλέ (Jules Michelet), όταν έγραφε πως «πρώτο χρέος έχει η Ιστορία, που είναι ο κριτής του κόσμου, να αποβάλει τον σεβασμό». Απαίτηση που υπενθύμιζε σε ένα από τα τρία κείμενά του για τον Κ. Θ. Δημαρά ο, πρόωρα χαμένος, Φίλιππος Ηλιού (αναζητήστε το τομίδιο – εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ερμής).
Σε συνάφεια με την «ασέβεια» της προηγούμενης πρότασης είναι ακόμη η εξαιρετική (κατά τη γνώμη μου) άποψη ενός Αλβανού που έγινε Έλληνας, αφού μετέχει (εμπλουτίζοντάς την) της «ημετέρας παιδείας», του Γκάζμεντ Καπλάνι, ο οποίος γράφει στο blog του (ιστολόγιο το λένε ελληνιστί και το συγκεκριμένο μπορεί να το απολαύσει ο ενδιαφερόμενος πληκτρολογώντας http://gazikapllani.blogspot.com – δική μου τελευταία επίσκεψη στις 15 Νοεμβρίου 2007) πως «Η αλήθεια είναι πως ζούμε πλέον στην εποχή τού «πρόσεχε τι λες, πρόσεχε τι γράφεις». Σε μια εποχή όπου η ελευθερία της γνώμης αρχίζει και θεωρείται ως σύμπτωμα μιας διεφθαρμένης νοοτροπίας και ηθικής. Η ελευθερία της γνώμης πρέπει να περιορίζεται, συμφωνούν οι φανατικοί όλων των πλευρών, γιατί παράγει την ασέβεια. Και, εδώ που τα λέμε, έχουν δίκαιο. Οι φανατικοί προφέρουν μόνο απόλυτες, ιερές αλήθειες. Οι μη φανατικοί προφέρουν γνώμες. Και η ελευθερία της γνώμης εμπεριέχει πάντα, εν δυνάμει, την ασέβεια: δεν σέβεται τις απόλυτες, ιερές, συντριπτικές αλήθειες της πλειοψηφίας και των αλάθητων εξουσιών... Χωρίς την εν δυνάμει «ασέβεια» δεν υπάρχει ελευθερία της γνώμης. Δεν υπάρχει πραγματική δημοσιογραφία, τέχνη, σάτιρα, ιστορική έρευνα, ελεύθερες συνειδήσεις, ανεξιθρησκία. Χωρίς την «ασέβεια» δεν θα υπήρχαν οι Αριστοφάνης, Δάντης, Γαλιλαίος, Βολταίρος, Σάλμαν Ρούσντι, Ναγκίμπ Μαχφούζ, Ορχάν Παμούκ... Ένας κόσμος χωρίς «ασέβεια» και «ασεβείς» είναι ένας κόσμος που κυβερνιέται από αγγέλους ή από τυράννους. Κατά κανόνα, στον ανθρώπινο κόσμο συμβαίνει πάντα το δεύτερο».
Είναι, τρίτον, η αποδοχή της στιχουργικής έκρηξης του Διονύση Τσακνή – ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο το 1973 και κάτι θα ξέρει περισσότερο- που προηγείται αυτού του κειμένου, κυρίως το απόσπασμα «Κρατάω το στόμα μου κλειστό/τα χείλη μου ματώσανε/κι αυτοί που μας προδώσανε/ανέραστοι να μείνουν».
Τέλος, είναι η συναίσθηση του πόσο δικαιώθηκε κείνες τις μέρες η «υπεράνω υποψίας» επισήμανση του Οδυσσέα Ελύτη ότι «Με τι πέτρες τι αίμα τι σίδερο/ και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι/ ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο/ και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν/ Αεροβάτες./ Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας ένας Θεός το ξέρει» (Ήλιος ο Πρώτος, XVI).
Για όλους αυτούς τους λόγους, σιγή σήμερα από τη στήλη για τα του 1973. Ας τιμήσει ο καθείς τα γεγονότα κατά τον πόθο του…
Κλείνω αυτή την εκτενή εισαγωγή με την διευκρίνιση πως, όταν επανέλθω (θα γίνει σύντομα) στο θέμα «Καβάλα και Καβαλιώτες, μέρες Νοεμβρίου 1973», δεν θα είναι ευχάριστα και τερπνά τα πράγματα που θα γραφούν για την καβαλιώτικη πτυχή της συγκεκριμένης χρονικής συγκυρίας.
Κι αφού δε θα μιλήσω για τις 17 Νοεμβρίου 1973 (ας γίνονται γιορτές στα σχολειά –να ακούσουν κάτι τα παιδιά), θα μιλήσω για τις 17 Νοεμβρίου 1974.
Είναι Κυριακή και συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη μέρα που έγινε η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Η εφτάχρονη δικτατορία των στρατιωτικών, αρχικά υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπαδόπουλου και στη συνέχεια (μετά το μακελειό του Νοέμβρη 1973) του διοικητή της Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΣΑ) Δημητρίου Ιωαννίδη, έχει καταρρεύσει, αφήνοντας πίσω της την ανοιχτή πληγή της κομμένης στα δύο Κύπρου. Τη θέση της έχει πάρει η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία έχει αποκατασταθεί, παρά το φόβο ότι υπάρχουν παράγοντες της ανωμαλίας που δεν έχουν παραιτηθεί από τις βλέψεις για επάνοδο σε κατάσταση ολοκληρωτικής διακυβέρνησης. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «κληρονομιά» της χούντας του Ιωαννίδη, είναι ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης. Εκκρεμεί το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος, αν δηλαδή θα είναι «Αβασίλευτος» ή «Βασιλευομένη» Δημοκρατία. Έχει αποφασιστεί να διεξαχθεί μετά τις βουλευτικές εκλογές.
Στο μεταξύ, έχουν ιδρυθεί νέα κόμματα. Την παραδοσιακή Δεξιά εκφράζει η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) του, από τις 24 Ιουλίου, πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το χώρο του Κέντρου εκπροσωπεί η Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις (ΕΚ – ΝΔ), συνασπισμός των υπολειμμάτων της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου (ΕΚ) και των Νέων Δυνάμεων του Ιωάννη Ζίγδη, με ηγέτη το στέλεχος της ΕΚ Γεώργιο Μαύρο.

Τους σοσιαλιστές που δεν εντάσσονται στη «παραδοσιακή» κομμουνιστική Αριστερά επιδιώκει να εκφράσει το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) του Ανδρέα Παπανδρέου.
Κάποια άλλα, όλα κινούμενα στο χώρο της Αριστεράς, έχουν νομιμοποιηθεί και επαναλειτουργούν. Μεγαλύτερο, νόμιμο μετά από 27 χρόνια, είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του οποίου είναι ο Χαρίλαος Φλωράκης. Από τη διάσπαση που υπέστη στα 1968 το μέχρι τότε ενιαίο ΚΚΕ έχει προκύψει και δρα το ΚΚΕ Εσωτερικού, με κορυφαίους το Λεωνίδα Κύρκο και το Μπάμπη Δρακόπουλο. Επανεμφανίζεται, ακόμη, η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), της οποίας ηγείται ο Ηλίας Ηλιού, βουλευτής της προδικτατορικής ΕΔΑ. Είναι μέρα εκλογών για την ανάδειξη της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων. Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που σχηματίστηκε μετά την κατάρρευση του καθεστώτος της δικτατορίας –συμμετείχαν σε αυτήν στελέχη της ΝΔ και της ΕΚ-ΝΔ- έχει δώσει τη θέση της σε υπηρεσιακή κυβέρνηση. Όλοι οι υπουργοί έχουν αντικατασταθεί, εκτός από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ και Δημόσιας Τάξης Σόλωνα Γκίκα. Οι δύο τελευταίοι παρέμειναν στην κυβέρνηση, για να «φυλάνε τα έρμα».Με τη φράση στα εισαγωγικά εννοώ ότι τους ανατέθηκε ειδική αποστολή: στον Αβέρωφ να εξασφαλίσει ότι ο Στρατός θα παραμείνει στους στρατώνες, μακριά από την πολιτική ζωή και στο Γκίκα να κάνει το ίδιο με τα Σώματα Ασφαλείας και τους τυχόν (μη ένστολους) επίδοξους συνεχιστές του έργου της «Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967».
Οι εκλογές αποφασίστηκε να γίνουν ανήμερα στις 17 Νοεμβρίου, προκαλώντας διχογνωμία στον πολιτικό κόσμο. Η κυβέρνηση Καραμανλή υποστηρίζει πως η εκλογική αναμέτρηση αποτελεί το «καλύτερο μνημόσυνο για τους πεσόντες του Πολυτεχνείου», ενώ η αντιπολίτευση μιλά για «ασέβεια στη μνήμη των θυμάτων της δικτατορίας». Το κλίμα είναι θερμό, τόσο στην Αθήνα όσο και στην επαρχία, με μεγάλη συμμετοχή της νεολαίας, αλλά δεν έχουν παρατηρηθεί ακρότητες. Φυσικά, η Καβάλα και η περιοχή της δεν αποτελούν εξαίρεση. Έχουν γίνει μαζικές συγκεντρώσεις και των πέντε κομμάτων, τα οποία διεκδικούν τις τέσσερις βουλευτικές έδρες του νομού. Υπάρχουν και 2 μεμονωμένοι υποψήφιοι. Τα κόμματα είναι η ΝΔ, η ΕΚ-ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, η Ενωμένη Αριστερά (συνασπισμός που σχηματίστηκε από το ΚΚΕ, την ΕΔΑ και το ΚΚΕ Εσωτερικού) και η Εθνική Δημοκρατική Ένωσις (δεξιό, φιλοβασιλικό και σχεδόν φιλοχουντικό κόμμα, με ηγέτη τον Πέτρο Γαρουφαλιά, πρωταγωνιστή των ανώμαλων εξελίξεων του 1965, οι οποίες οδήγησαν στην πτώση του Γεωργίου Παπανδρέου και στην προετοιμασία για την επιβολή της δικτατορίας).

Οι μεμονωμένοι υποψήφιοι είναι ο Ευθύμιος Γοργίας και ο Δημήτριος Τοπαλίδης (δεξιός πολιτευτής, ο οποίος έχει αποκλειστεί από το ψηφοδέλτιο της ΝΔ).

Η ΝΔ «κατεβάζει» τρεις δικηγόρους κι ένα γιατρό. Οι τρεις νομικοί είναι ο Νικόλαος Μάρτης, προδικατορικός υπουργός των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Γεώργιος Παναγιωτόπουλος και ο Γεώργιος Αστεριάδης, ενώ ο μοναδικός γιατρός ονομάζεται Μάρκος Αντωνιάδης.
Η ΕΚ – ΝΔ έχει ως υποψήφιους βουλευτές τους πρώην βουλευτές Λεόντιο Λυμπέρη και Θεόδωρο Λυμπερίδη, δικηγόρους, ενώ εκτίθενται για πρώτη φορά οι Παναγιώτης Τσουτσίδης, πολιτικός μηχανικός, και Σωτήριος Κουντουριώτης, δικηγόρος με καταγωγή από τη Θάσο.
Το ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ συγκροτούν οι Δημοσθένης Δημοσθενοπουλος, δικηγόρος και στέλεχος της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου και της νεολαίας της (ΕΔΗΝ), Θεοδόσιος Παρασχάκης, μηχανικός, Ευδόκιμος Σαχπάζης, οικονομολόγος, και Κωνσταντίνος Τσιρίδης, δικηγόρος.

Υποψήφιοι της Ενωμένης Αριστεράς (ΕΑ) είναι οι Πασχάλης Δούκας, βιβλιοπώλης και βουλευτής της προδικτατορικής ΕΔΑ (προερχόμενος από το ΚΚΕ Εσωτερικού), Νικόλαος Νικολαΐδης, αδελφός του εκτελεσμένου στα 1947 ΕΑΜικού δημάρχου Καβάλας Στέφανου Νικολαΐδη, και Παναγιώτης Ροδάς, αγρότης και στέλεχος του ΚΚΕ με παρελθόν εξοριών και φυλακίσεων και καταγωγή από τη Θάσο. Τέταρτος υποψήφιος είναι ένας ζωντανός θρύλος της ελληνικής Αριστεράς. Πρόκειται για τον Δημήτριο Παρτσαλίδη.

Ο «μπαρμπα - Μήτσος» έχει διατελέσει δήμαρχος Καβάλας (πρώτος εκλεγμένος κομμουνιστής δήμαρχος στην Ελλάδα στα 1934), εκλεγμένος βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου στις τελευταίες εκλογές πριν από τη δικτατορία του Μεταξά (Ιανουάριος 1936), μέλος της αντιπροσωπείας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνευση μετά το Δεκέμβριο 1944 και ήταν ένας από αυτούς που υπέγραψαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ακόμη, ήταν μέλος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, πολιτικής έκφρασης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, και προέδρός της μετά τη σύγκρουση του Νίκου Ζαχαριάδη, Γραμματέα του ΚΚΕ, με τον μέχρι τότε αρχιστράτηγο των ανταρτών Μάρκο Βαφειάδη. Ο 72χρονος Παρτσαλίδης διαχώρισε στα 1968 τη θέση του από τους «συντρόφους» του στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ και ανήκει τώρα πια στο ΚΚΕ Εσωτερικού.
Την Εθνική Δημοκρατική Ένωση (ΕΔΕ) εκπροσωπεί ένας άλλος ζωντανός «μύθος», μόνο που αυτός ανήκει στο αντικομμουνιστικό στρατόπεδο και έχει διακριθεί μαχόμενος ένοπλα εναντίον της Αριστεράς. Είναι ο Πόντιος Αντώνιος Φωστερίδης ή Φωστηρίδης, ο πασίγνωστος Τσαούς Αντών. Ο ηγέτης των εθνικιστικών ανταρτικών ομάδων κατά τη διάρκεια της Κατοχής, σφοδρός πολέμιος του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), απηνής διώκτης των μαχητών του ΔΣΕ στην περιοχή στο διάστημα του Εμφυλίου και προδικτατορικός βουλευτής της Δεξιάς.
Οι εκλογές διεξάγονται ήρεμα και όλοι ελπίζουν σε μια δημοκρατική «επόμενη μέρα». Παρά την αισιοδοξία στο πέραν της ΝΔ στρατόπεδο, όμως, η συντηρητική παράταξη θριαμβεύει, τόσο πανελλαδικά, με τη συντριπτική πλειοψηφία του 54,37% και 220 από τις 300 έδρες, όσο και στο νομό Καβάλας. Την ακολούθησαν (αναφέρονται ποσοστά πάντοτε στο σύνολο της επικράτειας) η ΕΚ - ΝΔ με 20,42%, το ΠΑΣΟΚ με 13,58% και η ΕΑ με 9,45% των ψήφων.

Για να μιλήσουμε, όμως, πιο συγκεκριμένα για το νομό Καβάλας, οι εγγεγραμμένοι ήταν 109.443, ψήφισαν (σε 192 εκλογικά τμήματα που λειτούργησαν) 83.859 και τα έγκυρα ψηφοδέλτια ήταν 83.019. Από αυτά, η Νέα Δημοκρατία πήρε 47.320 (ποσοστό 57%), η Ένωση Κέντρου - Νέες Δυνάμεις 14.922 (18%), η Ενωμένη Αριστερά 9.649 (11, 62%), το ΠΑΣΟΚ 9.583 (11,54%), οι δύο μεμονωμένοι 1.155 και ποσοστό 1,38% (1.068 ο Τοπαλίδης, ποσοστό 1,28% και 77 ο Γοργίας, ποσοστό 0.10%) και η Εθνική Δημοκρατική Ένωσις 390 (ποσοστό 0,46%).
Ο εκλογικός νόμος της ενισχυμένης αναλογικής ήταν αρκετά σύνθετος, προέβλεπε δύο γύρους κατανομής των βουλευτικών εδρών στα κόμματα και εφαρμογή του συστήματος της μείζονος εκλογικής περιφέρειας. Η χώρα είχε χωριστεί σε εννέα τέτοιες περιφέρειες και ο νομός Καβάλας εντάχθηκε στην Η΄ (όγδοη), μαζί με τους νομούς Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου.
Από την πρώτη κατανομή των εδρών εκλέχτηκαν 2 βουλευτές της ΝΔ, οι Παναγιωτόπουλος με 17.478 σταυρούς προτίμησης και Μάρτης με 12.885. Θεωρούνταν σχεδόν βέβαιη η εκλογή του Αντωνιάδη της ΝΔ από τη δεύτερη κατανομή, ενώ από την πρώτη κατανομή φάνηκε να εκλέγεται ο Λυμπερίδης της ΕΚ – ΝΔ, ο οποίος είχε συγκεντρώσει 6.913 σταυρούς.
Έγραψα «φάνηκε να εκλέγεται», επειδή, όταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της κατανομής των εδρών σε επίπεδο μείζονος περιφέρειας, η έδρα της ΕΚ - ΝΔ στο νομό δόθηκε –μαζί με την έδρα που δεν είχε διατεθεί και πιθανολογούνταν ότι θα πήγαινε στον Αντωνιάδη- στη Νέα Δημοκρατία. Την κατέλαβε –ελέω εκλογικού συστήματος και νόμου- ο Αστεριάδης με 5.211 σταυρούς, 1.702 λιγότερους από αυτούς του Λυμπερίδη. Έτσι, η ΝΔ πήρε και τις 4 έδρες του νομού.
Για την ιστορία, οι υποψήφιοι της ΕΚ - ΝΔ (εκτός του Λυμπερίδη), της ΕΑ και του ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσαν τους σταυρούς που γράφονται παρακάτω δίπλα στο όνομα του καθένα.
Από την ΕΚ-ΝΔ: Λυμπέρης 3.932, Κουντουριώτης 2.471 και Τσουτσίδης 1.372. Από την ΕΑ: Παρτσαλίδης 5.157, Νικολαΐδης 3.702, Δούκας 583 και Ροδάς 271. Από το ΠΑΣΟΚ: Δημοσθενόπουλος 3.848, Σαχπάζης 2.312, Τσιρίδης 1.851 και Παρασχάκης 1.401.
Στο δημοψήφισμα που ακολούθησε, 20 μέρες μετά τις εκλογές, το εκλογικό σώμα θα αποφάσιζε, με συντριπτικό ποσοστό, το τέλος της Μοναρχίας. Η Βουλή που αναδείχτηκε θα ζούσε τρία χρόνια, ο Καραμανλής θα κέρδιζε και την επόμενη εκλογική αναμέτρηση και θα παρέμενε πρωθυπουργός μέχρι το Μάιο του 1980, οπότε θα μεταπηδούσε στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Η Ένωση Κέντρου θα φυλλορροούσε και το ΠΑΣΟΚ θα ξεκινούσε τη πορεία του προς το θρίαμβο του 1981. Η Ελλάδα θα επανερχόταν στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αλλά το Κυπριακό θα παρέμενε άλυτο. Η χώρα θα πορευόταν με αργά, συχνά διστακτικά αλλά σταθερά βήματα προς την οριστική αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Θα ζούσανε αυτοί, οι μεγάλοι, καλά…κι εμείς , τα οκτάχρονα της εποχής, καλύτερα.
Κι αυτά που περιέχει ο στίχος «τα όνειρα των εραστών δεν σβήνουν» θα συνέχιζαν να επιμένουν, όντας αδικαίωτα και μάλλον ανεκπλήρωτα…